- τυμβοχοώ
- -έω, Α [τυμβοχόος]εγείρω τύμβο με την επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατυμβοχοώ — κατατυμβοχοῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού τυμβοχοώ*) κατασκευάζω τάφο, τύμβο με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυμβοχοῶ «κατασκευάζω τύμβο συσσωρεύοντας χώμα»] … Dictionary of Greek
τυμβοχόη — ἡ, Α [τυμβοχοῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυμβοχοῶ*, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού … Dictionary of Greek